- ἐξουσιαστικῶς
- ἐξουσιαστικόςauthoritativeadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
властелинъ — ВЛАСТЕЛИН|Ъ (44), А с. Властелин, владыка; правитель: истиньныи властелинъ. ѥгда самъ собою обладаѥть. и нелѣпыимъ похотьмъ не рабо||таѥть. Изб 1076, 26 об. 27; вьсѣмъ бо града того вельможамъ въ тъ д҃нь възлежащемъ на обѣдѣ оу властелина. ЖФП… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξουσιαστικός — ή, ό (AM ἐξουσιαστικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος 2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα… … Dictionary of Greek